- μετεωριτική
- η(αστρον.-γεωλ.) βλ. μετεωριτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετεωριτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μετεωρίτες 2. το θηλ. ως ουσ. η μετεωριτική (αστρον. γεωλ.) επιστημονικός κλάδος που ως αντικείμενό του έχει τη μελέτη τών μετεώρων και τών μετεωριτών … Dictionary of Greek
πυριτικός — ή, ό, Ν [πυρίτιο] χημ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πυρίτιο 2. (για χημικές ουσίες) αυτός που περιέχει πυρίτιο 3. φρ. α) «πυριτικά ορυκτά» (ορυκτ.) ενώσεις πυριτίου και οξυγόνου οι οποίες αποτελούν τα κύρια συστατικά τών πετρωμάτων που… … Dictionary of Greek